τρίχινος

τρίχινος
-η, -ο / τρίχινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από τρίχες (α. «τρίχινα σχοινιά» β. «τριχίνους χιτῶνας», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχινον
ένδυμα υφασμένο από τρίχες
αρχ.
(για δορά) αυτός που έχει τρίχες («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. -ινος (πρβλ. πήλ-ινος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρίχινος — of hair masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίχινος — η, ο που είναι κατασκευασμένος από τρίχες, μάλλινος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριχίνων — τρίχινος of hair fem gen pl τρίχινος of hair masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίχινον — τρίχινος of hair masc acc sg τρίχινος of hair neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχίνη — τρίχινος of hair fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχίνην — τρίχινος of hair fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχίνης — τρίχινος of hair fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχίνοις — τρίχινος of hair masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχίνου — τρίχινος of hair masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχίνους — τρίχινος of hair masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”